- κρισσώδης
- κρισσ-ώδης, ες, [dialect] Att. for κιρσώδης, Gal.19.123, Hsch.A s.v. βδαλοί (κροσς- cod.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρισσώδης — κρισσώδης, ῶδες (Α) [κρισσός] αυτός που μοιάζει με κιρσό, κιρσώδης* … Dictionary of Greek
κρισσώδεις — κρισσώδης masc/fem acc pl κρισσώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)